- ὁμολογούμενον
- ὁμολογέωto bepres part mp masc acc sg (attic epic doric)ὁμολογέωto bepres part mp neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταναγκάζω — (AM καταναγκάζω) (αναγκάζω] αναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι διά τής βίας, εξαναγκάζω (α. «τόν κατανάγκασαν να παντρευτεί» β. «θεοῡ τινος τοῡτο καταναγκάσαντος», Λουκιαν.) αρχ. 1. (κυρίως για εξαρθρωμένο οστό) επαναφέρω στη θέση του σπρώχνοντάς το… … Dictionary of Greek
σύνωρον — Α [ὥρα] (κατά τον Ησύχ.) «σύμφωνον, όμολογούμενον ή συγγενή» … Dictionary of Greek